-
1 закладка
-
2 основание
основание с 1) (действие) η θεμελίωση, η ίδρυση 2) (причина) о λόγος, η αιτία 3) (основа) η βάση 4) (фундамент) το θεμέλιο* * *с1) ( действие) η θεμελίωση, η ίδρυση2) ( причина) ο λόγος, η αιτία3) ( основа) η βάση4) ( фундамент) το θεμέλιο -
3 закладка
1. (здания) η θεμελίωση, το θε-μέλιωμα 2. (выра-ботанного пространства) η γέμιση, η πλήρωση 3. (в книге, дневнике и т.п.) о σελιδοδείκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладка
-
4 обоснование
η τεκμηρίωση, η αιτιολόγησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обоснование
-
5 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
6 закладка
закладкаж1. (здания и т. п.) ἡ θεμελιωση [-ις], τό θεμέλιωμα·2. (для книг) ὁ σελιδοδείκτης. -
7 основание
основан||иес1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:\основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·4. хим., мат ἡ βάση [-ις], -
8 внедрение
-я ουδ.ρίζωση, εμφύτευση, θεμελίωση• εισαγωγή, μπάσιμο•внедрение достижений науки в производстве εισαγωγή των επιτεύξεων της επιστήμης στην παραγωγή•
внедрение новых идей η εμφύτευση νέων ιδεών.
-
9 закладка
-и θ.1. τοποθέτηση, βάλσιμο. || βούλωμα.2. δίπλωση σελίδας.3. γέμισμα, κάλυψη. || μτφ. εμφύτευση.4. σελιδοδείχτης.5. θεμελίωση. -
10 закоренелость
-и θ.ρίζωση, θεμελίωση-παλαιότητα• σκλήρυνση. -
11 заложение
-я ουδ.1. παλ. τοποθέτηση, εγκατάσταση, εγκαθίδρυση.2. θεμελίωση. -
12 обоснование
-я ουδ.στήριξη, θεμελίωση, εδραίωση αιτιολόγηση. -
13 основание
-я ουδ.1. θεμελίωση, Ιδρυση•основание города η ίδρυση της πόλης•
год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•
экономическое основание οικονομική βάση•
правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.
3. λόγος, αιτία• στήριγμα•говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•
на этом -и σαυτή τη βάση•
на каком -и? σε ποια βάση;•
иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•
он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.
4. (μαθ., χημ.) βάση•основание треугольника η βάση του τριγώνου.
εκφρ.до -я – μέχρι θεμέλια•разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•на -и – με βάση•на -и закона – με βάση το νόμο. -
14 укоренение
-я ουδ.1. ρίζωση, -μα, ριζοβόλημα.2. μτφ. θεμελίωση•укоренение привычек το ρίζωμα των συνηθειών.
См. также в других словарях:
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
θεμελίωση — η 1. τοποθέτηση θεμελίων: Δεν έγινε καλά η θεμελίωση της οικοδομής. 2. στήριξη: Θεμελίωση μιας θεωρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου … Dictionary of Greek
θεμελιωτικός — ή, ό (AM θεμελιωτικός, ή, όν) [θεμελιωτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεμελίωση, αυτός που γίνεται για θεμελίωση («θεμελιωτικά έργα») μσν. μτφ. βασικός, ουσιώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό θεμελιωτικόν η δύναμη τής θεμελίωσης. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Πεάνο, Τζουζέπε — (Peano, Giuseppe, Γκούνεο 1858 – Τορίνο 1932). Ιταλός μαθηματικός. Διετέλεσε καθηγητής της μαθηματικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Η σοβαρότητα και η πρωτοτυπία των ερευνών του τον οδήγησαν συχνά έξω από τα όρια της χώρας του.… … Dictionary of Greek